Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή……………………………….
Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε 1 σάν τό χοχλό 2 πού βράζει,
Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα, 3
Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ’ ἄστρα·
5Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψ ε τή φύση 4
Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν’ ἀφήσει.
Δέν εἶν’ πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας
Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας,
Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ’ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
10 Ἐσειότουν τ’ ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό 5 φεγγάρι·
Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει,
Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τό δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της,
Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.
4 [21.]
Ἐκοίταξε τ’ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
Καί τήν ἀχτινοβόλησαν καί δέν τήν ἐσκεπάσαν·
Κι ἀπό τό πέλαο, πού πατεῖ χωρίς νά τό σουφρώνει, 6
Κυπαρισσένιο ἀνάερα τ’ ἀνάστημα σηκώνει,
Κι ἀνεῖ τς ἀγκάλες μ’ ἔρωτα καί μέ ταπεινοσύνη,
Κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιά καί πάσαν καλοσύνη .
Τότε ἀπό φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
Κι ἡ χτίσις ἔγινε ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ’ ἐμέ πού βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα 7 ,
Καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ πετροκα λαμίθρα 8 ,
Ὄχι στήν κόρη, ἀλλά σ’ ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει ·
Τήν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ’ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα 9 πώς τήν εἶχα ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω,
Κάν 1 0 σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμό περίσσο,
Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,
Κάν τ’ ὄνειρο, ὅταν μ’ ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου ·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη,
Πού ὀμπρός μου τώρα μ’ ὅλη της τή δύναμη προβαίνει·
Σάν τό νερό πού τό θωρεῖ τό μάτι ν’ αναβρύζει
Ξάφνου ὀχ 1 1 τά βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τό στολίζει .
Βρύση ἔγινε τό μάτι μου κι ὀμπρός του δέν ἐθώρα,
Κι ἔχασα αὐτό τό θεϊκό πρόσωπο γιά πολλή ὥρα,
Γιατί ἄκουγα 1 2 τά μάτια της μέσα στά σωθικά μου,
Πού ἐτρέμαν καί δέ μ’ ἄφηναν νά βγάλω τή μιλιά μου ·
Ὅμως αὐτοί 1 3 εἶναι θεοί, καί κατοικοῦν ἀπ’ ὅπου
Βλέπουνε μές στήν ἄβυσσο καί στήν καρδιά τ’ ἀνθρώπου,
Κι ἔνιωθα πώς μοῦ διάβαζε καλύτερα τό νοῦ μου
Πάρεξ ἄν ἤθελε τῆς πῶ μέ θλίψη τοῦ χειλιού μου:
«Κοίτα με μές στά σωθικά, πού φύτρωσαν οἱ πόνοι
………………………………………………………………………………………………….
………………………………………………………………………………………………….
Ὅμως ἐξεχειλίσανε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου ·
Τ’ ἀδέλφια μου τά δυνατά οἱ Το ῦρκοι μοῦ τ’ ἀδράξαν,
Τήν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τήν ἐσφάξαν,
Τόν γέροντα τόν κύρην μου ἐκάψανε τό βράδι,
Καί τήν αὐγή μοῦ ρίξανε τή μάνα στό πηγάδι.
Στήν Κρήτη……………………………………………………………………………
Μακριά ‘πό κεῖθ’ ἐγιόμισα τές φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τό τρυφερό κλωνάρι μόνο νά ‘χω ·
Σέ γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτό βαστῶ μονάχο».
Ἐχαμογέλασε γλυκά στόν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
Κι ἐδάκρυσαν τά μάτια της, κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου .
Ἐχάθη, ἀλιά μου! ἀλλ’ ἄκουσα τοῦ δάκρυου τ ης ραντίδα 1 4
Στό χέρι, πού ‘χα σηκωτό μόλις ἐγώ τήν εἶδα. —
Ἐγώ ἀπό κείνη τή στιγμή δέν ἔχω πλιά τό χέρι ,
Π’ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνό κι ἐγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δέν τοῦ ‘ναι ὁ πόλεμος · τ’ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μέ δακρυσμένο μάτι ·
Κι ὅταν χορτάτα δυστυχιά τά μάτια μου ζαλεύουν 1 5 ,
Ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρά τήν ξαναζωντανεύουν,
Καί μέσα στ’ ἄγριο πέλαγο τ’ ἀστρ οπελέκι σκάει,
Κι ἡ θάλασσα να καταπιεῖ τήν κόρη ἀναζητάει ,
Ξυπνῶ φρενίτης, 1 6 κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει.
Καί βάνω τήν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —
Τά κύματα ἔσχιζα μ’ αὐτό, 1 7 τ’ ἄγρια καί μυρωδάτα,
Μέ δύναμη πού δέν εἶχα μήτε στ ά πρῶτα νιάτα,
Μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, 1 8 πετώντας τά θηκάρια,
Μάχη στενή μέ τούς πολλούς ὀλίγα παλληκάρια.
Μήτε ὅταν τόν μπομπο-Ἰσούφ καί τς ἄλλους δύο βαροῦσα
Σύρριζα στή Λαβύρινθο π’ ἀλαίμαργα 1 9 πατοῦσα 2 0 .
Στό πλέξιμο 2 1 τό δυνατό ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(Κι αὐτό μοῦ τ’ αὔξαιν’) ἔκρουζε 2 2 στήν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.
Α1. Το έργο του Δ. Σολωμού έχει δεχτεί επιρροές και από το δημοτικό τραγούδι. Να αναφέρετε τρία διαφορετικά χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού που εντοπίζετε στα αποσπάσματα του ποιήματος «Ο Κρητικός» και για καθένα από αυτά να γράψετε ένα παράδειγμα .
Μονάδες 15
Β1. Σύμφωνα με τον Β. Αθανασόπουλο: « […] Το φως μπορεί μ ες στο ποιητικό τοπίο του Σολωμού να μεταμορφώνει τα πράγματα και να μετουσιώνει τα σώματα που φωτίζει. Το φως είναι η ενέργεια του Θεού, είνα ι η όραση του Θεού.[…]». Στο κείμενο που σας δίνεται , να εντοπίσετε τέσσερα στοιχεία που υποστηρίζουν την παραπάνω άποψη (μονάδες 8) και να τα σχολιάσετε (μονάδες 12).
Μονάδες 20
Β2. Να βρείτε και να σχολιάσετε :
α) τα τρία χρονικά επίπεδα στο απόσπασμα 5 [22.] (μονάδες 12) και
β) το περιεχόμενο και το ν λειτουργικό ρόλο τ ης παρομοίωσης στους στίχους 9-11 του αποσπάσματος 4 [21.] (μον. 8):
«Τέλος σ’ ἐμέ πού βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα,
καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα,
Ὄχι στήν κόρη, ἀλλά σ’ ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει» .
Μονάδες 20
Γ1. α) Να σχολιάσετε το περιεχόμενο των παρακάτω στίχων του αποσπάσματος 4 [21.] σε ένα κείμενο 100-120 λέξεων:
«Ἔλεγα πώς τήν εἶχα ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω,
Κάν σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμ ό περίσσο,
Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,
Κάν τ’ ὄνειρο, ὅταν μ’ ἔθρεψε τό γάλα τῆς μητρός μου ·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμ ένη»(15 μονάδες)
β) Να σχολιάσετε τις αλλαγές που συμβαίνουν στη ζωή και στο ήθος του Κρητικού στους παρακάτω στίχους του αποσπάσματος 5 [22.] σε ένα κείμενο 80-100 λέξεων:
«[…] ἀλλ’ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
Στό χέρι, πού ‘χα σηκωτό μόλις ἐγώ τήν εἶδα. —
Ἐγώ ἀπό κείνη τή στιγμή δέν ἔχω πλιά τό χέρι ,
Π’ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνό κι ἐγύ ρευε μαχαίρι·
Χαρά δέν τοῦ ‘ναι ὁ πόλεμος · τ’ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μέ δακρυσμένο μάτι ·»
(10 μονάδες)
Μονάδες 25
Δ1. Στα κείμενα του Δ. Σολωμού και του Κ. Καρυωτάκη που σας δίνονται, να εντοπίσετε (μονάδες 5) και να σχολ ιάσετε (μονάδες 15) δύο ομοιότητες και τρεις διαφορές ως προς το περιεχόμενο.
Μονάδες 20
ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΝΕΡΑΪΔΑ
Ἀπό τά βράχι’ ἀνάμεσα πετιέται ‘να κεφάλι
καί βλέμματα ὁλόγυρα σκορπάει φοβισμένα.
Ἐγώ, κρυμμένος κάπου κεῖ στό ἔρημ’ ἀκρογιάλι ,
τό βλέπω –σάν σέ ὄνειρο– μέ μάτια λιγωμένα.
Ἕνα κορμί παρθενικό, γυμνό ἀργοπροβάλλει
κι ἁπλώνεται ἡδονικά σε κύματ’ ἀφρισμένα ·
ὁ ἥλιος ἐσκυθρώπασε μπροστά στά τόσα κάλλη,
τά κάλλη τ’ ἀπολλώνεια καί τά φωτολουσμένα.
Ἀνατριχιάζ’ ἡ θάλασσα στό θεῖο ἄγγισμ ά τους,
τά κυματάκια ἁπαλά μέ χάρη τ’ ἀγκαλιάζουν
κι ἀχτίδες τά χαϊδεύουνε χρυσές στό πέρασμά τους.
Θεότρελος, ὁ δύστυχος, βουτιέμαι μές στό κύμα,
τά μάτια της τά θεϊκά μέ φόβο μέ κοιτάζουν
καί χάνεται στή θάλασσα… Ἦταν νεράιδα… Κρίμα!
Κ. Γ. Καρυωτάκη, Άπαντα τα Ευρισκόμενα , Εκδ. Ερμής 2006, σ.161
Απαντήσεις στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Πανελλήνιες 2015
Ενδεικτικές απαντήσεις
Α1. Μία από τις επιρροές που έχει δεχτεί ο Δ. Σολωμός είναι και αυτή από το δημοτικό τραγούδι. Στα δοθέντα αποσπάσματα υπάρχουν αρκετά παραδείγματα:
- Στο απόσπασμα 4 (21) στ. 14-15 ο αριθμός 3 με την τριπλή αναφορά του ήρωα, όπου προσπαθεί να θυμηθεί που έχει ξαναδεί τη Φεγγαροντυμένη.
- Στο απόσπασμα 4 (21) στ. 7 το «αδιανόητο καθ’ υπερβολή».
- Η δημοτική γλώσσα π.χ. μιλιά, βαριόμοιρος.
- Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος που είναι ο στίχος των δημοτικών τραγουδιών π.χ. στ 5-6, 9-10 κ.α.
Β1. Η παρουσία της Φεγγαροντυμένης δίνεται από το Σολωμό με μια κλιμάκωση που οδηγεί από το φυσικό τοπίο, στο οποίο επιβάλλεται η θεϊκή μορφή ,στο μη φυσικό, σ’ ένα φωτισμένο ναό, με μια λανθάνουσα παρομοίωση. Η Φεγγαροντυμένη στρέφει το βλέμμα της στα αστέρια τα οποία δέχονται με χαρά το κοίταγμά της και της στέλνουν με τη σειρά τους τη λάμψη τους, η οποία όμως δεν κατορθώνει να επισκιάσει τη δική της. Η θεϊκή μορφή ακτινοβολεί πιο δυνατά από τα αστέρια, θέλοντας έτσι ο ποιητής να τονίσει την αγνότητα της, καθώς η φωτεινότητα είναι συσχετισμένη με θετικές μορφές και καταστάσεις αλλά κι εμμέσως να ενισχύσει τη θεικότητα της μορφής, καθώς ακόμη και στη ζωγραφική αποτύπωση των αγίων υπάρχει ένα φωτοστέφανο ως ένδειξη της επαφής τους με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού.
Μετά τη συσχέτιση της Φεγγαροντυμένης με τ’ αστέρια, ο ποιητής μας παρουσιάζει τη θεϊκή μορφή να πατά επάνω στη θάλασσα χωρίς να ταράζει ούτε στο ελάχιστο την επιφάνεια του νερού, δίνοντας μας έτσι την αίσθηση ότι η μορφή αυτή είναι τελείως αιθέρια και παράλληλα τονίζοντας εκ νέου τη θεικότητα της, καθώς μας παραπέμπει στη δύναμη του Χριστού που κατόρθωσε να περπατήσει πάνω στο νερό. Η Φεγγαροντυμένη πατώντας στο νερό ανασηκώνει το σώμα της, που είναι ανάλαφρο, χωρίς βάρος, και κυπαρισσένιο, καμαρωτό και ευθυτενές, και ανοίγει την αγκαλιά της μ’ έρωτα αλλά και με ταπεινότητα, με απόλυτη ομορφιά αλλά και με πλήρη καλοσύνη. Η εικόνα αυτή βρίσκεται ανάμεσα στη συσχέτιση της Φεγγαροντυμένης με το φυσικό περιβάλλον προβάλλει την ομορφιά της θεϊκής μορφής που συνδυάζεται με απροσμέτρητες αρετές της ψυχής της, καθώς είναι παράλληλα ταπεινή και με απόλυτη καλοσύνη. Η Φεγγαροντυμένη παρουσιάζεται ως εξαιρετικά όμορφη γυναίκα που ακτινοβολεί τόσο έντονο φως ώστε κατορθώνει να φωτίσει τη νύχτα με φως μεσημεριού. Ο ποιητής θέλει να παρουσιάσει την εξαίρετη ομορφιά της Φεγγαροντυμένης, χωρίς όμως να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις για τη μορφή αυτή που πρεσβεύει καθετί καλό, γι’ αυτό και φροντίζει να τονίσει την καλοσύνη της αλλά και την ταπεινότητα που τη διακρίνει.
Η αναφορά του ποιητή πως η Φεγγαροντυμένη κατορθώνει να φωτίσει τη νύχτα συνοδεύεται από μια παρομοίωση, καθώς παρουσιάζεται όλη η χτίση, όλος ο κόσμος γύρω από τη θεϊκή μορφή να μοιάζει με ολοφώτιστο ναό. Με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής περνά από το φυσικό περιβάλλον, το οποίο έχει καταληφθεί από τη παρουσία της Φεγγαροντυμένης, στο μη φυσικό περιβάλλον. Η φύση ολόγυρα έχει τραπεί σ’ έναν ναό που είναι φωτισμένος παντού κι εκπέμπει το ιερό του φως. Ο ποιητής έχοντας χρησιμοποιήσει ένα εκτενές πολυσύνδετο σχήμα (και, κι, κι, κι, κι) για να παρουσιάσει τις, το δίχως άλλο, θεϊκές ιδιότητες της Φεγγαροντυμένης που εκπέμπει πανίσχυρο φως και παράλληλα μπορεί να στέκεται πάνω στο νερό της θάλασσας, έρχεται τώρα με αυτή την παρομοίωση να παρουσιάσει τη μετατροπή όλης της φύσης σ’ ένα λαμπρά φωτισμένο ναό, εντάσσοντας έτσι στην όλη παρουσίαση της Φεγγαροντυμένης έναν έντονο χριστιανικό ανιμισμό. Ο ανιμισμός αποτελεί τη θεωρία της ύπαρξης ψυχής σε καθετί στον κόσμο, είτε πρόκειται για έμψυχο μα χωρίς λογική είτε για άψυχο, και ειδικότερα ο χριστιανικός ανιμισμός, πρεσβεύει την ύπαρξη μια αφιερωμένης κι εκπορευόμενης από το θεό ψυχής. Καθετί περιέχει κάτι από τη χάρη του θεού, καθετί στον κόσμο είναι ευλογημένο από την ύπαρξη του θεού κι αυτό εκφράζει ο Σολωμός όταν παρομοιάζει τη φωτισμένη φύση μ’ έναν φωτισμένο ναό. Η λάμψη της Φεγγαροντυμένης μετέτρεψε τα πάντα γύρω της σ’ έναν χώρο ευλογημένο από το θεό και φωτισμένο από τη δική του δύναμη.
Να σημειωθεί ότι ο Σολωμός που είχε βαθιά πίστη στο Χριστιανισμό δε θα παρουσίαζε ποτέ μια τόσο χαρισματική ύπαρξη, όπως αυτή της Φεγγαροντυμένης, μακριά από τη δύναμη και την ευλογία του Θεού. Ο ποιητής δε θα διακινδύνευε να δημιουργήσει μια τόσο δυνατή μορφή, με ικανότητες που παραπέμπουν στον Κύριο, χωρίς να φροντίσει με κάποιο τρόπο να τη συνδέσει με τη δική του δύναμη και χάρη. Η Φεγγαροντυμένη είναι ένα πλάσμα του Θεού, που παρουσιάζεται απόλυτα καλό και αγαθό, γι’ αυτό και η επίδραση που έχει στη φύση η παρουσία της, δίνεται από τον ποιητή μέσα στα πλαίσια της δύναμης του Χριστού.
Β2. Α) Τα τρία χρονικά επίπεδα:
- Το ένα χρονικό επίπεδο είναι στους στ. 1-4 βρισκόμαστε στο παρόν της ιστορίας, όπου η Φεγγαροντυμένη αντιδρά, αφού «διάβασε» στα σωθικά του Κρητικού τον «πόνο» της ψυχής του, αντέδρασε με διττό τρόπο, εκδηλώνοντας τα αντίστοιχα συναισθήματα: πρώτα «εχαμογέλασε γλυκά», δείχνοντας συμπάθεια και συμπόνια και στη συνέχεια «εδάκρυσαν τα μάτια της» νιώθοντας συγκίνηση και θλίψη για τις συμφορές του. Τέλος εξαφανίστηκε χωρίς να μιλήσει.
- Στ. 5-10 παρόν αφήγησης όπου μεταβαίνει με αφορμή το δάκρυ της Φεγγαροντυμένης. Εξομολογείται ότι έχει ξεπέσει : έχει χάσει το σθένος και την επιθετικότητά του. αναφέρει το πώς έχει καταλήξει στη ζωή μετά το τέλος του ναυαγίου.
- Στ. 16-20 παρελθόν όπου ο Κρητικός μεταβαίνει χρησιμοποιώντας ως μέσο μετάβασης το χέρι και συγκρίνει τη δύναμη που είχε στο μακρινό παρελθόν, στους ηρωικούς αγώνες και μας δίνει πληροφορίες για το παρελθόν του.
Β) Στους στίχους 9-11 του αποσπάσματος 4 (21) ο Σολωμός χρησιμοποιεί μια παρομοίωση, θέλοντας να παρομοιάσει την έλξη του Κρητικού και της Φεγγαροντυμένης. Χρησιμοποιεί την παρομοίωση με τη πετροκαλαμίθρα, που είναι είδος πρωτόγονης πυξίδας και χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία από την αρχαιότητα, για να δηλωθεί η έλξη δύο προσώπων ( όπως έλκεται η πυξίδα από το Βορρά έτσι έλκεται και ο Κρητικός από τη Φεγγαροντυμένη).
Επίσης για να υπογραμμιστεί η στροφή της προς τον Κρητικό χρησιμοποιείται και το σχήμα άρσης και θέσης στο στ. 11.
Γ1.
Α) Ο Κρητικός λοιπόν έβλεπε την Φεγγαροντυμένη έχοντας την εντύπωση (έλεγα πως…) ότι είχε γνωρίσει στο πολύ μακρινό παρελθόν (πολύν καιρόν οπίσω) ως εξιδανικευμένη μορφή, η οποία έρχεται τώρα ως ανάμνηση ευχάριστη και σχεδόν ξεχασμένη: γλυκιά (μεταφορικά) κι αστοχισμένη, ωστόσο δε θυμόταν:
ü Αν αυτή η μορφή την είχε δει στην πραγματικότητα θαυμάζοντας την ως εικόνα μέσα σε ναό.
ü Ή αν την είχε πλάσει με τη φαντασία του ως ιδανική αγαπημένη, ως ερωτικό ίνδαλμα.
ü Ή ακόμα, αν αυτή ήταν μια πάλι φανταστική μορφή των ονείρων της βρεφικής ακόμη ηλικίας του (ή, ίσως και η μορφή της μητέρας του).
– Αυτή η αναζήτηση της μορφής από τον ήρωα (στ 13-18) στο μακρινό παρελθόν έχει υποστηριχτεί ( από τον Endre Horwath) ότι είναι σχετική με τον ιδεαλισμό του Σολωμού που ανάγεται στη μελέτη του Πλάτωνα και την υιοθέτηση της θεωρίας του για κόσμο των ιδεών. Σύμφωνα με αυτήν, όσα αντιλαμβανόμαστε σ’ αυτό τον κόσμο με τις αισθήσεις δεν είναι αληθινά παρά μόνο είδωλα, ομοιώματα των πραγματικών όντων, των ιδεών (των προτύπων ) που βρίσκονται στον πραγματικό (νοητό «ιδεατό» ) κόσμο. Αυτό τον αληθινό κόσμο η ψυχή τον έχει γνωρίσει στο παρελθόν, σε ένα προσωματικό στάδιο, και με την ανάμνηση αναγνωρίζει στα είδωλα τα αληθινά όντα, τις ιδέες.
Είναι ακόμα αξιοπρόσεχτο ότι εντοπίζεται και σ’ αυτό το χωρίο ο αριθμός τρία με τη τριπλή υπόθεση του ήρωα και την τριπλή επανάληψη του καν (είτε): Καν – Κάνε – Καν. Η χρήση αυτή είναι βέβαια συνηθισμένη στο δημοτικό τραγούδι, αλλά δε θα ήταν ίσως τολμηρό, αν τη συσχετίζαμε με τη, στο πλαίσιο του φιλοσοφικού κλίματος, και αυτήν με την πλατωνική φιλοσοφία, στην οποία ο αριθμός τρία είναι καίριος.
Β) Η επαφή του Κρητικού με τη Φεγγαροντυμένη περνά από το οπτικό στο απτικό στάδιο: Το δάκρυ της στάζει πάνω στο «σηκωτό» χέρι του ήρωα. Το ρήμα «άκουσα» αντί του ρήματος ένιωσα. Το χέρι που παρέλυσε δε νιώθει πια τη δύναμη του, αυτήν που δόξασε τον Κρητικό στους αγώνες για την ελευθερία. Βρισκόμαστε στο πραγματικό παρόν του ποιήματος μετάβαση στο παρόν του ήρωα γίνεται μ’ έναν προληπτικό συνειρμό (- «χέρι, που χα» – «δεν έχω..το χέρι»- «τ΄ απλώνω του διαβάτη»). Η αφήγηση από τον αόριστο («εχάθη», «άκουσα») περνά σ’ ένα θαμιστικό (δηλώνει επανάληψη) ενεστώτα (« τ΄ απλώνω» καθημερινή ταπεινωτική διαδικασία).
Ο Κρητικός είναι πρόσφυγας και ζει με ελεημοσύνες στην ξενιτιά. Τα μάτια του δάκρυζαν από την κατάντια του αξιοθρήνητου ψωμοζήτη- ζητιάνου. Η μόνη του παρηγοριά είναι οι στιγμές που αφηγείται (ή τραγουδά) στους περαστικούς το όραμα της Φεγγαροντυμένης. Τα ονείρατα αυτά όμως είναι και οδυνηρά, γιατί του θυμίζουν τη σκηνή του ναυαγίου και το χαμό της κόρης. Η συνάντηση του με τη Φεγγαροντυμένη άλλαξε όλη τη ζωή του : α) στο εξωτερικό- κοινωνικό επίπεδο: κατάντησε ψωμοζήτης (αρνητική συνέπεια), έμαθε όμως να βρίσκει την πλήρωση στην αγάπη του συνανθρώπου του, εγκαταλείποντας τον εξοντωτικό ανταγωνισμό του πολεμιστή (θετική συνέπεια).
Δ1. Παράλληλο κείμενο
Δύο ομοιότητες:
→ Εμφανίζεται και στα δύο μια γυναικεία θεϊκή μορφή στον Κρητικό στ 10 μέσα από το φεγγάρι, στον Καρυωτάκη μέσα από τα βράχια.
→ Και δύο μορφές ασκούν καταλυτική επίδραση στη φύση ( « τότε από φως μεσημερνο… λαμπυρίζει, «ο ήλιος εσκυθρώπασε).
Τρεις διαφορές:
→ Στον κρητικό ο ήρωας είναι μέσα στη θάλασσα, αντίθετα στο παράλληλο ο ήρωας είναι κρυμμένος και παρακολουθεί.
→ Η δράση στον Καρυωτάκη τοποθετείται χρονικά την ημέρα ( «ο ήλιος εσκυθρώπιασε»). Σε αντίθεση με τον Κρητικό που εκτυλίσσεται βράδυ («εσειόταν…φεγγάρι»).
→ Στο Σολωμό η Φεγγαροντυμένη προβάλλει σε ένα ήρεμο φυσικό περιβάλλον ( « κι η θάλασσα… , Ησύχασε …πάστρα»). Αντίθετα στον Καρυωτάκη το θαλασσινό τοπίο παρουσιάζεται με «κύματα αφρισμένα».