Μουσεία:
Ο χώρος που διαφυλάσσει, εκθέτει και διασώζει κάθε μεγάλο έργο της τέχνης και της επιστήμης, του νου και του χεριού, που ζει μέσα στην ιστορία του ανθρώπου.
Είδη: μουσεία αρχαιολογικά, ιστορικά, ναυτικά, φυσικής ιστορίας, τέχνης, θαλάσσιους κάλλους, τυπογραφίας, βιομηχανίας, ψωμιού, παιδικού παιχνιδιού, κλπ.
Η μορφωτική τους αξία είναι πολυδιάστατη:
1. πνευματική ζωή: ανάλογα με το είδος τους διαφοροποιείται η προσφορά τους. Π.χ. αρχαιολογικά – ιστορικά: πηγή γνώσης του παρελθόντος.
• Γνωρίζουμε όχι μόνο αξίες και ιδέες των ανθρώπων που τα δημιούργησαν αλλά και τις λατρευτικές τους συνήθειες, ασχολίες, οικονομικές δραστηριότητες, τεχνικές τους γνώσεις και γενικότερα τον τρόπο ζωής τους.
• Η γνώση και η μνήμη του ιστορικού παρελθόντος συντελεί στην αποφυγή λήψης λανθασμένων αποφάσεων για το παρόν και το μέλλον.
• Χώρος διάσωσης της επιστημονικής γνώσης και καλλιέργειας της φιλοπεριέργειας του επισκέπτη, ο οποίος διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες.
• Χάρη σε διαδραστικές εκδηλώσεις που φιλοξενούν, ο επισκέπτης μπορεί να ασχοληθεί με θέματα που τον ενδιαφέρουν, να δημιουργήσει, να αναπτύξει κλίσεις και δεξιότητες (κυρίως το μικρό παιδί).
2. αισθητική υπόσταση:
• Ενώνουν πολιτιστικά το παρελθόν με το παρόν
• Στους χώρους τους φιλοξενούνται έργα τέχνης που καθιερώνουν ιδιαίτερους αισθητικούς κανόνες, γίνονται αφορμή για καλλιτεχνική έμπνευση και δημιουργία, προάγουν τη φιλοκαλλία, την αισθητική συγκίνηση, διδάσκουν το ωραίο σε μια εποχή που η συμμετρία, η αρμονία, το μέτρο, η χάρη των έργων της κλασικής Αθήνας στην τέχνη τείνουν να αντικατασταθούν από κακόγουστες ασχημονίες.
3. Εθνική: αποτυπώνουν την πορεία και την εξέλιξη του έθνους που τα δημιούργησε
• Αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο την ταυτότητας και της φυσιογνωμίας ενός λαού και πιστοποιούν την ενότητα και τη συνέχεια του εθνικού πολιτισμού μέσα στο χώρο και το χρόνο.
• Εμπνέουν το θαυμασμό για τα έργα των προγόνων, διαμορφώνουν και τονώνουν την εθνική συνείδηση.
• Ενισχύουν την εθνική αυτογνωσία και επιτρέπουν τον αυτοπροσδιορισμό σε ατομικό και εθνικό επίπεδο
• Μεταδίδουν αναλλοίωτες ηθικές αξίες και διαχρονικά πρότυπα προς μίμηση. Ιδιαίτερα σήμερα που… (αναφορά στο σήμερα)
4. Διεθνές επίπεδο: Ορισμένα μουσεία που φιλοξενούν έργα τέχνης απ’ όλο τον κόσμο (π.χ. Λούβρου) αποτελούν χώρο συνάντησης των πολιτισμών και συχρωτισμού των λαών. Εκεί οι επισκέπτες συνειδητοποιούν ότι περισσότερα στοιχεία ενώνουν τον πλανήτη παρά τους χωρίζουν. Ο επισκέπτης βγαίνει από τα στενά σύνορα της χώρας του και γίνεται πολίτης του κόσμου, κοινωνός των οικουμενικών ιδεών, της αλληλεγγύης, της φιλίας, της εκεχειρίας, της φιλοξενίας και όχι του νείκους.
Η σχέση του Έλληνα με τα μουσεία
Ανάλογα με το επίπεδο της παιδείας του και της σχέσης του με τον πνευματικό πολιτισμό, κάθε Έλληνας έχει διαφορετική στάση:
1. Υπάρχουν δυστυχώς εκείνοι οι βέβηλοι που δεν διστάζουν να κλέψουν, να καταστρέψουν και να αποδομήσουν την αξία αυτών των χώρων – αρχαιοκάπηλοι.
2. Υπάρχουν εκείνοι που σπάνια πηγαίνουν και βλέπουν πέτρες και άχρηστα αντικείμενα και προτιμούν … + υλιστική αντίληψη για τη ζωή
3. Υπάρχουν εκείνοι που τα σέβονται και τα επισκέπτονται συχνά• έχουν κατανοήσει τη μορφωτική τους αξία.
Λύσεις: βλ. εκπαιδευτικά προγράμματα μουσείων, βλ. τέλος φωτοτυπίας τουρισμού, βλ. φωτοτυπία Διόρθωση Παράδοσης (εκεί θα βρείτε περισσότερα στοιχεία)
Ο Ελληνικός λαός χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από έναν «εθνικό εγωισμό», όπως λέει και ο ιστορικός Βακαλόπουλος. Οι αποκαλύψεις των μνημείων στους αρχαιολογικούς χώρους του προξενούσε συγκίνηση και υπερηφάνεια για την καταγωγή του. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, αυτός ο γνήσιος Έλληνας με τη μεγάλη καρδιά και την πλούσια σοφία, κάποτε, όταν είδε μετά από μια μάχη στο Άργος κάποιους Έλληνες στρατιώτες να διαπραγματεύονται την πώληση δύο αγαλμάτων στους ξένους, τους μάζεψε και τους είπε, όπως διηγείται ο ίδιος: «αυτά (τα αγάλματα) και τριάντα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην καταδεχτείτε να βγουν από τον τόπο μας. Εμείς γι’ αυτά πολεμήσαμε!». Αυτή η μεγάλη ψυχή του αγώνα ήταν ένας περίφημος άνθρωπος και ένας αληθινός Έλληνας, που είχε συνειδητοποιήσει έντονα την εθνική του υπόσταση και το μεγάλο χρέος της φυλής του να διατηρήσει ακέραιη την εθνικής της κληρονομιά.
Σήμερα οι συνθήκες άλλαξαν και ο καταναλωτισμός της εποχής μας ανέτρεψε πολλά δεδομένα και αξίες. Η Ελληνική ταυτότητα διαφοροποιήθηκε και αλλοτριώθηκε από Δυτικά πρότυπα ζωής. Οι φυσικές καταβολές της φυλής μας υπάρχουν βέβαια στον Ελληνικό λαό υποσυνείδητα, γιατί έχουν καλυφθεί από τη μονοδιάστατη χροιά του ψυχοφθόρου τεχνολογικού πολιτισμού. Αν μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τους Έλληνες σχετικά με το ποια θέση κρατούν απέναντι στα ελληνικά μουσεία, θα τους χωρίζαμε στις παρακάτω κατηγορίες:
1. Σ’ αυτούς που λατρεύουν πραγματικά τα μουσεία μας. Είναι οι εργάτες του πνεύματος, αρχαιολόγοι, ιστορικοί, φιλόλογοι και άλλοι πνευματικοί αναζητητές, που έχουν συνειδητοποιήσει την αξία του προσωπικού, του ανεπανάληπτου, του όμορφου, του εθνικού. Συχνά, ακόμη και σήμερα, συμβαίνει ο απλός λαός να αγαπάει την τέχνη του, να θυμώνει με τη φθορά της και να χαίρεται τα αρχαιολογικά ευρήματα που βγάζει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζουν με τον τρόπο τους τη μαγεία που πηγάζει απ’ τα Ελληνικά μουσεία και προσπαθούν να τα προστατέψουν απ’ το χρόνο.
2. Σ’ αυτούς που δεν την σέβονται και δεν την εκτιμούν καθόλου, αντίθετα την αντιμετωπίζουν σαν πηγή πλουτισμού, πουλώντας στο εξωτερικό θησαυρούς ανεκτιμήτου αξίας, συχνά αντί «πινακίου φακής». Αυτοί οι άνθρωποι δεν νιώθουν καν Έλληνες, είναι ατομικιστές, σε μεγάλο βαθμό και ξεπουλούν όσο – όσο την εθνική τους συνείδηση. Οι ξένοι εκτιμούν πάρα πολύ την Ελληνική τέχνη και δεν είναι τυχαίο το γεγονός όπου σπουδαία έργα τέχνης, θαμμένα στη γη ολόκληρες εκατονταετίες ξαναήρθαν στο φως της μέρας από Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς και Γερμανούς αρχαιολόγους. Στο παρελθόν οι ξένοι «ποντάροντας» στην ανοχή, στις δύσκολες εθνικές συνθήκες και στην αφέλεια των Ελλήνων, έκλεψαν από τον τόπο μας σημαντικά και πανέμορφα έργα τέχνης και τα κουβάλησαν στον τόπο τους στολίζοντας με καμάρι τα μουσεία τους. Το μουσείο του Λούβρου «φιλοξενεί πολλούς τέτοιους θησαυρούς, όπως επίσης και άλλα μουσεία του κόσμου. Τα Ελγίνεια μάρμαρα, που βρίσκονται στο Λονδίνο, βορά του αρχαιοκάπηλου Ελγίνου, αποτελούν για τη χώρα μας μια σημαντική έλλειψη και επιτακτικά προβάλλει το αίτημα να επιστραφούν στον τόπο που τα γέννησε.
3. Σ’ αυτούς που είναι τελείως αδιάφοροι για τα μουσεία. Είναι αυτοί που πηγαίνουν εκδρομές σε διάφορα μέρη της χώρας μας και ενδιαφέρονται μονάχα για την καλοπέρασή τους. Δεν επισκέπτονται μουσεία, δεν πηγαίνουν σε αρχαιολογικούς χώρους, γιατί θεωρούν χάσιμο του χρόνου να δουν μερικές «πέτρες», όπως χαρακτηριστικά θεωρούν τα απομεινάρια του ελληνικού πνεύματος, ζωντανεμένα μέσα στην τέχνη και στη γόνιμη δημιουργία. Μερικοί απ’ αυτούς που η τέχνη δεν τους προκαλεί καμία συγκίνηση, οικοδομούν ασύστολα πάνω σε αρχαιολογικούς χώρους, χωρίς να σέβονται το ανθρώπινο έργο που το σεβάστηκε ο χρόνος και το διατήρησε με αγάπη η ίδια η φύση. Μια μεγάλη πλειοψηφία Νεοελλήνων, που χρησιμοποιεί τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής μας, ρυπαίνει το χώρο και δημιουργεί φθορά στα μνημεία, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις.
4. Είναι, λοιπόν, αλήθεια πως το αισθητήριο του Νεοέλληνα απέναντι στην τέχνη του έχει αμβλυνθεί και οι φροντίδες του περιορίζονται στην καθημερινή του επιβίωση κι στην επικράτηση του άνετου και βολικού σε κάθε έκφραση της ζωής του. Έτσι καθημερινά πολλοί θησαυροί της τέχνης του, αγγεία, αγάλματα, αμφορείς, εικόνες, θρησκευτικά σκεύη, περίτεχνα και άλλα είδη τέχνης, φυγαδεύονται για το εξωτερικό από μικροσυμφεροντολόγους αρχαιοκάπηλους Ελληνικής καταγωγής, που δεν αγαπούν τον τόπο τους, ούτε τους συμπατριώτες τους, ούτε τον πολιτισμός τους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν εθνική υπερηφάνεια, ούτε Ελληνική συνείδηση, είναι ατομικιστές και μικροπρεπείς, αφιλότιμοι και κουτοπόνηροι.
5. Είναι γεγονός πλέον πως λίγοι Έλληνες σήμερα έχουν συνείδηση της καταγωγής τους, όπως αποδεικνύεται απ’ το φαινόμενο της ξενομανίας που πλήττει την Ελληνική κοινωνία. Αυτοί οι λίγοι υποφέρουν όταν βλέπουν τον τόπο μας να φθείρεται και την τέχνη μας να παραμερίζεται σαν κάτι νεκρό, άχρηστο, άβολο, απρόσφορο στις σύγχρονες πρακτικές της ζωής μας, «Όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει:» δήλωσε κάποτε πικραμένος ο μεγάλος ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης. Κάμποσοι Έλληνες νιώθουν σήμερα το αίσθημα της ψυχικής πληγής, που κακοφορμίζει κάθε φορά που η Ελληνική συνείδηση δέχεται πλήγματα απ’ την περιφρόνηση, την αδιαφορία και την καταστροφικότητα των ίδιων των Ελλήνων.