Skip links

Θέματα και Απαντήσεις Πανελλαδικών Εξετάσεων 2014 – Νεοελληνική Λογοτεχνία

 

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Γ’ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ Δ’ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΤΕΤΑΡΤΗ 4 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 – ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ:
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΠΕΝΤΑ (5)

 

ΚΕΙΜΕΝΟ
Γεώργιος Βιζυηνός
ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ
(απόσπασμα)

Αἱ οἰκονομικαί μας δυσχέρειαι ἐκορυφώθησαν, ὅταν ἐπῆλθεν ἀνομβρία εἰς τήν χώραν καί ἀνέβησαν αἱ τιμαί τῶν τροφίμων. Ἀλλ’ ἡ μήτηρ, ἀντί ν’ ἀπελπισθῇ περί τῆς διατροφῆς ἡμῶν αὐτῶν, ἐπηύξησε τόν ἀριθμόν μας δι’ ἑνός ξένου κορασίου, τό ὁποῖον μετά μακράς προσπαθείας κατώρθωσε νά υἱοθετήσῃ.

Τό γεγονός τοῦτο μετέβαλε τό μονότονον καί αὐστηρόν τοῦ οἰκογενειακοῦ ἡμῶν βίου, καί εἰσήγαγεν ἐκ νέου ἀρκετήν ζωηρότητα.

Ἤδη αὐτή ἡ υἱοθέτησις ἐγένετο πανηγυρική. Ἡ μήτηρ μου ἐφόρεσε διά πρώτην φοράν τά «γιορτερά» της καί μᾶς ὡδήγησεν εἰς τήν ἐκκλησίαν καθαρούς καί κτενισμένους, ὡς ἐάν ἐπρόκειτο νά μεταλάβωμεν. Μετά τό τέλος τῆς λειτουργίας, ἐστάθημεν ὅλοι πρό τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτοῦ, ἐν μέσῳ τοῦ περιεστῶτος λαοῦ, ἐνώπιον τῶν φυσικῶν αὐτοῦ γονέων, παρέλαβεν ἡ μήτηρ μου τό θετόν αὑτῆς θυγάτριον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέως, ἀφοῦ πρῶτον ὑπεσχέθη εἰς ἐπήκοον πάντων, ὅτι θέλει ἀγαπήσει καί ἀναθρέψει αὐτό, ὡς ἐάν ἦτο σάρξ ἐκ τῆς σαρκός καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν της.

Ἡ εἴσοδός του εἰς τόν οἶκόν μας ἐγένετο οὐχ ἧττον ἐπιβλητική καί τρόπον τινά ἐν θριάμβῳ. Ὁ πρωτόγερος τοῦ χωρίου καί ἡ μήτηρ μου προηγήθησαν μετά τοῦ κορασίου, ἔπειτα ἠρχόμεθα ἡμεῖς. Οἱ συγγενεῖς μας καί οἱ συγγενεῖς τῆς νέας ἀδελφῆς μᾶς ἠκολούθησαν μέχρι τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας. Ἔξωθεν αὐτῆς ὁ πρωτόγερος ἐσήκωσε τό κοράσιον ὑψηλά εἰς τάς χεῖράς του καί τό ἔδειξεν ἐπί τινας στιγμάς εἰς τούς παρισταμένους. Ἔπειτα ἠρώτησε μεγαλοφώνως·
—Ποιός ἀπό σᾶς εἶναι ἤ ἐδικός ἤ συγγενής ἤ γονιός τοῦ παιδιοῦ τούτου περισσότερον ἀπό τήν ∆εσποινιώ τήν Μηχαλιέσσα κι ἀπό τούς ἐδικούς της;
Ὁ πατήρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρός καί ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τόν ὦμόν του. Ἡ μήτηρ μου ἔτρεμεν ἐκ τοῦ φόβου μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνή—Ἐγώ!—καί ματαιώσῃ τήν εὐτυχίαν της. Ἀλλά κανείς δέν ἀπεκρίθη. Τότε οἱ γονεῖς τοῦ παιδίου ἠσπάσθησαν αὐτό διά τελευταίαν φοράν καί ἀνεχώρησαν μετά τῶν συγγενῶν των. Ἐνῷ οἱ ἐδικοί μας μετά τοῦ πρωτογέρου εἰσῆλθον καί ἐξενίσθησαν
παρ’ ἡμῖν.

Ἀπό τῆς στιγμῆς ταύτης ἡ μήτηρ μας ἤρχισε νά ἐπιδαψιλεύῃ8 εἰς τήν θετήν μας ἀδελφήν τόσας περιποιήσεις, ὅσων ἴσως δέν ἠξιώθημεν ἡμεῖς εἰς τήν ἡλικίαν της καί εἰς καιρούς πολύ εὐτυχεστέρους. Ἐνῷ δέ μετ’ ὀλίγον χρόνον ἐγώ μέν ἐπλανώμην νοσταλγῶν ἐν τῇ ξένῃ, οἱ δέ ἄλλοι μου ἀδελφοὶ ἐταλαιπωροῦντο κακοκοιμώμενοι εἰς τά ἐργαστήρια τῶν «μαστόρων», τό ξένον κοράσιον ἐβασίλευεν εἰς τόν οἶκόν μας, ὡς ἐάν ἦτον ἐδικός του.

Οἱ μικροί τῶν ἀδελφῶν μου μισθοί θά ἐξήρκουν πρός ἀνακούφισιν τῆς μητρός, ἐφ’ ᾦ καί τῇ ἐδίδοντο. Ἀλλ’ ἐκείνη, ἀντί νά τούς δαπανᾷ πρός ἀνάπαυσίν της, ἐπροίκιζε δι’ αὐτῶν τήν θετήν της θυγατέρα καί ἐξηκολούθει ἐργαζομένη πρός διατροφήν της. Ἐγώ ἔλειπον μακράν, πολύ μακράν, καί ἐπί πολλά ἔτη ἠγνόουν τί συνέβαινεν εἰς τόν οἶκόν μας. Πρίν δέ κατορθώσω νά ἐπιστρέψω, τό ξένον κοράσιον ηὐξήθη, ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καί ὑπανδρεύθη, ὡς ἐάν ἦτον ἀληθῶς μέλος τῆς οἰκογενείας μας.

Ὁ γάμος αὐτῆς, ὅστις φαίνεται ἐπίτηδες ἐπεσπεύθη, ὑπῆρξεν ἀληθής «χαρά» τῶν ἀδελφῶν μου. Οἱ δυστυχεῖς ἀνέπνευσαν, ἀπαλλαγέντες ἀπό τό πρόσθετον φορτίον. Καί εἶχον δίκαιον. ∆ιότι ἡ κόρη ἐκείνη, ἐκτός ὅτι ποτέ δέν ᾐσθάνθη πρός αὐτούς ἀδελφικήν τινα στοργήν, ἐπί τέλους ἀπεδείχθη ἀχάριστος πρός τήν γυναῖκα, ἥτις περιεποιήθη τήν ζωήν αὐτῆς μέ τοσαύτην φιλοστοργίαν, ὅσην ὀλίγα γνήσια τέκνα ἐγνώρισαν.

Εἶχον λόγους λοιπόν οἱ ἀδελφοί μου νά εἶναι εὐχαριστημένοι καί εἶχον λόγους νά πιστεύσουν, ὅτι καί ἡ μήτηρ ἀρκετά ἐδιδάχθη ἐκ τοῦ παθήματος ἐκείνου. Ἀλλ’ ὁποία ὑπῆρξεν ἡ ἔκπληξίς των, ὅταν, ὀλίγας μετά τούς γάμους ἡμέρας, τήν εἶδον νά ἔρχεται εἰς τήν οἰκίαν, σφίγγουσα τρυφερῶς εἰς τήν ἀγκάλην της ἕν δεύτερον κοράσιον,
ταύτην τήν φοράν ἐν σπαργάνοις!

—Τό κακότυχο! ἀνεφώνει ἡ μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθητικῶς ἐπί τῆς μορφῆς τοῦ νηπίου, δέν τό ἔφθανε πώς ἐγεννήθη κοιλιάρφανο, μόν’ ἀπέθανε καί ἡ μάνα του καί τό ἄφηκε μέσ’ στή στράτα! Καί, εὐχαριστημένη τρόπον τινά ἐκ τῆς ἀτυχοῦς ταύτης συμπτώσεως, ἐπεδείκνυε τό λάφυρόν της θριαμβευτικῶς πρός τούς ἐνεούς ἐκ τῆς
ἐκπλήξεως ἀδελφούς μου. […]

Ἡ θετή μου ἀδελφή ἦτον ἀκόμη μικρά, καχεκτική, κακοσχηματισμένη, κακόγνωμος, καί πρό πάντων δύσνους, τόσον δύσνους, ὥστε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μ’ ἐνέπνευσεν ἀντιπάθειαν.

—∆ός το πίσου τό Κατερινιώ, ἔλεγον μίαν ἡμέραν εἰς τήν μητέρα μου. ∆ός το πίσου, ἄν μ’ ἀγαπᾷς. Αὐτήν τήν φοράν σέ τό λέγω μέ τά σωστά μου! Ἐγώ θά σε φέρω μίαν ἄλλην ἀδελφήν ἀπό τήν Πόλι. Ἕνα εὔμορφο κορίτσι, ἕνα ἔξυπνο, πού νά στολίσῃ μίαν ἡμέρα τό σπίτι μας.

Ἔπειτα περιέγραψα μέ τά ζωηρότερα χρώματα ὁποῖον θά ἦτο τό ὀρφανόν, τό ὁποῖον ἔμελλον νά τῆς φέρω, καί πόσον πολύ θά τό ἠγάπων.

Ὅταν ὕψωσα τά βλέμματά μου πρός αὐτήν, εἶδον μετ’ ἐκπλήξεώς μου, ὅτι τά δάκρυά της ἔρρεον σιγαλά καί μεγάλα ἐπί τῶν ὠχρῶν αὐτῆς παρειῶν, ἐνῷ οἱ ταπεινωμένοι της ὀφθαλμοί ἐξέφραζον μίαν ἀπερίγραπτον θλῖψιν!

—Ὤ! εἶπε μετ’ ἀπελπιστικῆς ἐκφράσεως. Ἐνόμισα ὅτι σύ θά ἀγαπήσῃς τό Κατερινιώ περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά, ἀπατήθηκα! Ἐκεῖνοι δέν θέλουν διόλου ἀδελφήν, καί σύ θέλεις μίαν ἄλλην! Καί τί φταίγει τό φτωχό, σάν ἔγινεν ὅπως τό ἔπλασεν ὁ Θεός. Ἄν εἶχες μίαν ἀδελφήν ἄσχημην καί μέ ὀλίγον νοῦν, θά τήν ἐβγαζες δι’ αὐτό μέσα στούς δρόμους, γιά νά πάρῃς μιάν ἄλλην, εὔμορφην καί γνωστικήν.

—Ὄχι, μητέρα! Βέβαια όχι! ἀπήντησα ἐγώ. Μά ἐκείνη θά ἦτο παιδί σου, καθώς καί ἐγώ. Ἐνῷ αὐτή δέν σοῦ εἶναι τίποτε. Μᾶς εἶναι ὅλως διόλου ξένη.

—Ὄχι! ἀνεφώνησεν ἡ μήτηρ μου μετά λυγμῶν, ὄχι! ∆έν εἶναι ξένο τό παιδί! Εἶναι δικό μου! Τό ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπό πάνω ἀπό τό λείψανο τῆς μάνας του· καί ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά το πλανέσω· καί τό ἐτύλιξα μέσ’ στά σπάργανά σας, καί τό ἐκοίμησα μεσ’ στήν κούνια σας. Εἶναι δικό μου τό παιδί, καί εἶναι ἀδελφή σας!

ανομβρία: έλλειψη βροχής, ξηρασία.
γιορτερά: γιορτινά.
περιεστώτος: [περιίσταμαι: περικυκλώνω, περιστοιχίζω (οι περιεστώτες: οι θεατές, οι ακροατές)].
εις επήκοον: σε απόσταση ακοής.
πρωτόγερος: ο πρώτος γέρος, αυτός που τιμούν περισσότερο σε μια κοινότητα.
Δεσποινιώ την Μηχαλιέσσα: πρόκειται για τη μητέρα του Βιζυηνού Δεσποινιώ (το όνομα του πατέρα του ήταν Μιχαήλος από το οποίο
βγαίνει το «Μηχαλιέσσα», δηλ. η σύζυγος του Μιχαήλου).
ξενίζω: φιλοξενώ.
επιδαψιλεύω: παρέχω με αφθονία.
ενεός: εμβρόντητος, άναυδος.
δύσνους: αυτός που δύσκολα καταλαβαίνει.
παρειά (η): μάγουλο.

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Το έργο του Γ. Βιζυηνού χαρακτηρίζεται, μεταξύ των άλλων, και για τη θεατρικότητά του. Να αναφέρετε τρία παραδείγματα, μέσα από το απόσπασμα που σας δίνεται, τα οποία επιβεβαιώνουν τον παραπάνω χαρακτηρισμό.

Μονάδες 15

Β1. Σύμφωνα με τον Κ. Μητσάκη: «Η θέση και η ιδεολογία του Βιζυηνού απέναντι στο γλωσσικό πρόβλημα και γενικότερα το πρόβλημα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής είναι ξεκαθαρισμένη. Θερμός υπέρμαχος της δημοτικής, στην πράξη όμως ένας μετριοπαθής καθαρευουσιάνος…». Να σχολιάσετε την άποψη αυτή (μονάδες 10) και να γράψετε, μέσα από το απόσπασμα που σας δόθηκε, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για καθεμία από τις δύο παραπάνω γλωσσικές επιλογές του Γ. Βιζυηνού. (μονάδες 10)

Μονάδες 20

β2α. «Πρίν δέ κατορθώσω νά ἐπιστρέψω, τό ξένον κοράσιον ηὐξήθη, ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καί ὑπανδρεύθη, ὡς ἐάν ἦτον ἀληθῶς μέλος τῆς οἰκογενείας μας.» Ο Γ. Βιζυηνός στο παραπάνω χωρίο χρησιμοποιεί σύνοψη χρόνου. Να δικαιολογήσετε την επιλογή αυτή του συγγραφέα. (μονάδες 10)
β. «Τό ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπό πάνω ἀπό τό λείψανο τῆς μάνας του· καί ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά το πλανέσω· καί τό ἐτύλιξα μέσ’ στά σπάργανά σας, καί τό ἐκοίμησα μεσ’ στήν κούνια σας.» Τι επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη χρήση της αναδρομικής αφήγησης στο συγκεκριμένο χωρίο; (μονάδες 10)

Μονάδες 20

Γ1. Να σχολιάσετε σε ένα κείμενο 150-170 λέξεων το απόσπασμα που ακολουθεί: «Ὁ πατήρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρός καί ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τόν ὦμόν του. Ἡ μήτηρ μου ἔτρεμεν ἐκ τοῦ φόβου μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνή—Ἐγώ!—καί ματαιώσῃ τήν εὐτυχίαν της. Ἀλλά κανείς δέν ἀπεκρίθη.»

Μονάδες 25

Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς το περιεχόμενο, το απόσπασμα που σας δόθηκε από «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γ. Βιζυηνού με το παρακάτω απόσπασμα από το έργο του Ιω. Κονδυλάκη «Οι Άθλιοι των Αθηνών», αναφέροντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) τρεις ομοιότητες και δύο διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων.

Μονάδες 20

Ιω Κονδυλάκη
ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
(απόσπασμα)

[…] Ὁ Τάσος [ο λούστρος] ἐξῆλθε περιχαρὴς ἐκ τῆς κρύπτης του. Ἀφοῦ τὴν ἐγλύτωσε τώρα ὁ Θεὸς εἶχε διὰ τὸ μέλλον. Καὶ ἐν τῇ εὐγνωμοσύνῃ του, ἡ μέγαιρα τοῦ ἐφάνη ὡς ἡ γλυκυτέρα γραῖα, ἀληθινὴ «κυροῦλα» σεβαστή. Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ κιτρίνη Σταματίνα ἡ ὁποία ἐξῆλθε τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὴν αὐλήν, τοῦ ἐφάνη ἡ καλλιμορφοτέρα τῶν γυναικῶν. Ἡ γραῖα εἶχε πλησιάσει καὶ παρετήρει τὸ νήπιον, τὸ ὁποῖον καταπτοηθέν, φαίνεται, ὑπὸ τὸ μεδούσειον βλέμμα της, ἐλούφαξεν ἐντὸς τῶν σπαργάνων του.

«Ἀπὸ κανένα σπίτι σοῦ τὤδωκαν, βρέ;» ἠρώτησε τὸ λοῦστρο.

«Ὄχι, κυροῦλα, σοὖπα, τὤρριξαν χθὲς τὴν νύκτα μέσα ‘ς τὴν κάσσα ποὺ κοιμόμουνα, τὴν ὥρα τῆς βροχῆς.»

Ἡ γραῖα ἔκαμε μορφασμόν. Καλέ, ἐφαίνετο ἀπὸ τὰ ροῦχά του. Θὰ ἦτο παιδὶ καμμιᾶς φτωχῆς ποὺ δὲν εἶχε τί νὰ τὸ κάμῃ καὶ τὸ πέταξε.

«Κορίτσι εἶνε ἢ ἀγόρι;» ἠρώτησεν ἔπειτα.

«Κορίτσι. Τὸ λὲνε Τασοῦλα. Μὲς ‘ς τὴ φασκιά του ἔχει ἕνα χαρτὶ ποὺ τὸ λέει.»

«Καὶ τί θὰ τὸ κάμῃς τώρα;» εἶπεν ἡ Σταματίνα. «Στὸ Βρεφοκομεῖο θὰ τὸ πᾷς:»

Ὁ Τάσος ἐσκέφθη ἐπὶ μικρόν, ἔπειτα εἶπε:
«Ἂν εἶχα τὴ μάννα μου ἐδῶ, θὰ τῆς τὸ πήγαινα καὶ θὰ δούλευα νὰ τὸ ἀναθρέψωμε. Τὸ λυποῦμαι τὸ κακόμοιρο!»

Ἡ Σταματίνα ἀντήλλαξε βλέμμα μὲ τὴν μητέρα της.
«Αἴ, δὲν μᾶς τἀφίνεις ἐμᾶς νὰ τἀναθρέψωμεν; Ἀφοῦ τὸ λυπᾶσαι, δὲν πρέπει νὰ τὸ πᾷς ‘ς τὸ Βρεφοκομεῖο, ὅπου θὰ τἀφήσουν νἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖνα κι’ ἀπὸ τὴν κακοπέρασι. Ἄφησε νὰ τὸ δώσω ἐγὼ σὲ μιὰ παραμάννα ποὺ βύζαξε καὶ τὸ δικό μου τώρα ‘ς τὰ ὕστερα ποὺ κόπηκε τὸ γάλα μου. Εἶνε μιὰ πολὺ καλὴ γυναῖκα ποὺ θὰ τὤχῃ σὰν παιδί της. Ἀλλά πρέπει…. νὰ τὴν πλερώνῃς.»

«Καὶ πόσο θέλει;» εἶπεν ὁ Τάσος.

«Πόσο μπορεῖς νὰ δίδῃς ἐσύ;»

Ὁ λοῦστρος ἐσκέφθη ἐπί τινας στιγμάς. Ἔπειτα εἶπε:
«Ἐγώ βγάζω καὶ μιάμιση δραχμὴ τὴν ἡμέρα καὶ δύο καμμιὰ φορά, σὰν μοῦ δώσουν καὶ κάμω θελήματα. Μὰ ὡς τώρα μοῦ τἄπαιρνε ὁ μάστορης καὶ μἔδερνε σὰν δὲν τοῦ πήγαινα μιάμιση δραχμὴ κάθε βράδυ.»

«Καὶ τώρα;»

«Τώρα τοῦ ἔφυγα κ’ εἴδατε πῶς μὲ κυνηγᾷ νὰ μὲ πιάσῃ. Ἂν μὲ γραπώσῃ, θὰ μὲ σακατέψῃ ‘ς τὸ ξύλο. Πέρσι ὅταν πρωτοῆρθα ἀπὸ τὴν πατρίδα, μἔδειρε μιὰ βραδυὰ τόσο πολύ, ποὺ μ’ ἐπῆγαν ‘ς τὸ νοσοκομεῖο.»

«Αἴ», εἶπεν ἡ μάγισσα, «νὰ μᾶς δίδῃς μιὰ σφάντζικα12 τὴν ἡμέρα, καὶ πάλι λίγο εἶνε, γιατὶ τὸ παιδὶ θέλει λάτρα μεγάλη, ἀλλὰ εἶσαι φτωχό παιδί… Θὰ κάμωμε κἐμεῖς ἕνα μυστήριο.»

«Καλά, κυροῦλα», εἶπεν ὁ Τάσος ἀποφασιστικῶς, «κάθε βράδυ θὰ σᾶς φέρνω μιὰ σφάντζικα. Θὰ δουλέψω μὲ ὅλη μου τὴν ὄρεξι νὰ ζήσῃ κι’ αὐτό, τὸ δυστυχισμένο, κἐγώ. Ἐγὼ μ’ ἕνα ξεροκόμματο ψωμὶ ζῶ.»

«Ἔχε τὴν εὐχή μου, παιδί μου, ὁποῦ ‘σαι ψυχοπονετικό.

Ἀφοῦ ἐκοιμόσουν δίπλα στὴν Ἁγία Εἰρήνη, χωρὶς ἄλλο, τὸ παιδὶ σοῦ τὤστειλε ἡ χάρι της καὶ πρέπει νὰ κάμῃς τὰ ἔξοδά του νὰ ζήσῃ καὶ νὰ μεγαλώσῃ. Θὰ κάμῃς μεγάλο μυστήριο, παιδάκι μου», εἶπεν ἡ γραῖα, καὶ μὲ τὴν τρέμουσαν καὶ πλήρη ρυτίδων χεῖρά της ἐθώπευσε τὴν ἡλιοκαῆ παρειὰν τοῦ λούστρου

σφάντζικα: παλαιό αυστριακό νόμισμα.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

 

Α1. Ένα διήγημα είναι ξεχωριστό και αυθυπόστατο  έργο της τέχνης του λόγου και το υποβαθμίζομε, αν προσπαθούμε να το αξιολογήσουμε «ανακαλύπτοντας»  σ’  αυτό αρετές που προσιδιάζουν σε άλλα είδη έργων τέχνης (βρίσκοντας, ας πούμε, «στοιχεία που προσδιορίζουν στο κείμενο θεατρική λειτουργία», γιατί το κείμενο αυτό λειτουργεί  μόνο ως λογοτεχνικό). Ωστόσο, θα ήταν ίσως θεμιτό να βρούμε «κοινά σημεία» του έργου με άλλα είδη. Θα μπορούσαν λοιπόν να επισημανθούν τα ακόλουθα στοιχεία, που είναι κοινά με στοιχεία ενός θεατρικού έργου. Έτσι, στο διήγημα:
– συμμετέχουν πολλά πρόσωπα, που δρουν είτε ως πρωταγωνιστές είτε ως δευτεραγωνιστές είτε ως σιωπηρά («βουβά») πρόσωπα.
– χρησιμοποιείται σε πολλά σημεία ο διάλογος, ένα από τα πιο απαραίτητα στοιχεία του θεατρικού λόγου.
– παρατηρείται εναλλαγή προσώπων, σκηνών, επεισοδίων.
– Παρουσιάζονται διαφορετικοί χώροι, που εναλλάσσονται, όπως σκηνικά του θεάτρου (το εσωτερικό του σπιτιού, η αυλή του, η εκκλησία, ο χώρος του γάμου, κ.ά.).
– Τέλος, υπάρχουν δομικές ενότητες με σχετική αυτοτέλεια, όπως οι πράξεις ενός θεατρικού έργου.
Παραδείγματα:
Ενδεικτικά παραδείγματα από το απόσπασμα:
– Εναλλαγή χώρων:  «μας οδήγησεν εν την εκκλησία», « η είσοδος εις τον οίκο μας»
– Εναλλαγή προσώπων:  π.χ. στη σκηνή της υιοθεσίας εναλλάσσονται η Δεσποινιώ, ο πρωτόγερος, οι γονείς του υιοθετημένου
– Διάλογος: ανάμεσα στη μάνα και το Γιώργη όταν συγκρούονται για το ο υιοθετημένο κορίτσι, π.χ. «- Το κακότυχο… σπίτι μας»

 

Β1. Ο Βιζυηνός στα αφηγηματικά μέρη του διηγήματος ακολουθεί την παράδοση της εποχής του και χρησιμοποιεί καθαρεύουσα, με τη διαφορά όμως ότι η γλωσσική έκφραση του συγγραφέα είναι αρκετά απλούστερη από αυτή των προγενέστερων πεζογράφων. Ο Βιζυηνός δεν κάνει τη παράτολμη κίνηση να γράψει όλο του το διήγημα στη δημοτική, αλλά φροντίζει ώστε η καθαρεύουσά του να είναι όσο πιο εύληπτη και κατανοητή γίνεται καθώς το γλωσσικό αισθητήριο του συγγραφέα τον φέρνει κοντά στη λαϊκή έκφραση και διατύπωση.

Η προσπάθεια άλλωστε του συγγραφέα να προσεγγίσει τη λαϊκή έκφραση και να δώσει την ιστορία του με μια τέτοια διατύπωση που α την καθιστά προσιτή σε όσο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό γίνεται, είναι εμφανής κι από τη χρήση της δημοτικής γλώσσας στα διαλογικά μέρη του κειμένου.

Ο συνδυασμός πάντως της ήπιας καθαρεύουσας του Βιζυηνού με τη δημοτική, συμβάλλει ση δημιουργία ενός οικείου ύφους που κερδίζει τον αναγνώστη και καθιστά το έργο προσιτό. Ο συγγραφέας κατορθώνει όχι μόνο χάρη στη δημοτική των διαλογικών τμημάτων αλλά και με την προσεγμένη καθαρεύουσα της αφήγησης να μεταδώσει στον αναγνώστη ένα αίσθημα γλωσσικής εγγύτητας προς τη λαϊκή γλώσσα, καθιστώντας έτσι το διήγημα τον προάγγελο μια πιο κοντινής στη λαϊκή έκφραση πεζογραφικής γλώσσας.

Ενδεικτικά παραδείγματα καθαρεύουσας: Η μήτηρ/  εκορυφώθησαν/  θα εξήρκουν

Ενδεικτικά παραδείγματα δημοτική:  «Δός το πίσου»/  αν μ’ αγαπάς, τι φταίγη το φτωχό.

 

Β2.α. Στο χωρία αυτό ο Γ.  Βιζυηνός χρησιμοποιεί σύνοψη χρόνου, για να παρουσιάσει με συντομία γεγονότα που δεν θεωρούνται σημαντικά αλλά για την πλοκή της ιστορίας πρέπει να αναφερθούν. Μέσα σε λίγες γραμμές προσπαθεί να αποδώσει μεγάλο μέρος του ιστορικού χρόνου.

Με αυτά τα ρήματα (ηυξήθη, ανετράφει, επροικίσθη, υπανδρεύθη) παρουσιάζει όλη τη ζωή της πρώτης υιοθετημένος κόρης, δείχνοντας ταυτόχρονα τη δυσαρέσκεια και την αδιαφορία του γι’  αυτήν. Διανύει έτσι πολλά αφηγηματικά χρόνια και έτσι το διήγημα κερδίζει σε γοργότητα και αποφεύγεται η χαλαρότητα.

Β2.β. Με αυτή την αναδρομική αφήγηση ο Βιζυηνός παρουσιάζει τις ενέργειες της μάνας όσο ο ίδιος ήταν στο εξωτερικό, θέλοντας να τον πείσει ότι το κορίτσι είναι δικό της. Η επιχειρηματολογία αυτή είναι βασισμένη στο συναίσθημα, αφού λείπει η λογική προκείμενη (ότι το γέννησε). Βέβαια, το επιχείρημά της είναι εντυπωσιακό λεκτικά αλλά πάσχει ως προς την πειθώ. Επίσης με αυτή την αναδρομική αφήγηση μαθαίνουμε κι εμείς γεγονότα τα οποία είχαν παραληφθεί προηγουμένως.

 

Γ1. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα παρουσιάζεται η συναισθηματική κατάσταση των πρωταγωνιστών. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται στην οριστική παράδοση του παιδιού και του αποχωρισμού των φυσικών γονέων από αυτό. Μια περιγραφή που δεν πέφτει στο μελοδραματισμό, είναι απλή και συγκλονιστική καθότι δύνεται ο βουβός πόνος του φυσικού πατέρα, που «ήτον ωχρός και έβλεπε περίλυπος εμπρός του». Στη συνέχεια προβάλλεται ο σπαραγμός της συζύγου του, που «έκλειεν ακουμβημένη εις τον ώμον του». Με ανάλογο τρόπο δίνονται και τα συναισθήματα της νέας μητέρας. Στην ψυχή της κυριαρχούν ο φόβος και η αγωνία μήπως δεν ολοκληρωθεί αισίως η διαδικασία της υιοθεσίας. Αναλυτικότερα, φοβόταν μήπως ακουστεί κάποια φωνή αντίρρησης προς την όλη διαδικασία και ματαιώσει την ευτυχία της. Η Δεσποινιώ προσπαθεί να εξιλεωθεί για το αμάρτημα που διέπραξε στο παρελθόν και δικαιολογείται απόλυτα γι’ αυτήν την ψυχολογική αναταραχή. Τέλος, στο απόσπασμα αυτό παρουσιάζεται με έντονη ζωντάνια και παραστατικότητα ο πόνος των φυσικών γονέων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το παιδί τους. Για άλλη μία φορά διαπιστώνουμε την έξοχη ψυχογραφική ανάλυση των πρωταγωνιστών του διηγηματογράφου Βιζυηνού.

 

Δ1.
ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ
– Και στα δύο  κείμενα υπάρχει ένα κορίτσι νεογέννητο («εν σπαργάνοις» … « μες ‘σ τη φασκιά»)
– Και οι δύο το πήραν από λύπη για να το αναθρέψουν «Το κακότυο…»,  « Αφού το λυπάσαι…»
– Και οι δύο ήρωες αντιμετωπίζουν οικονομική δυσχέρεια η οποία δυσκολεύει και τη φροντίδα του παιδιού.
– Τα αισθήματα φιλευσπλαχνίας που νιώθουν η μητέρα στο κείμενο του Βιζυηνού και ο Τάσος στο κείμενο του Κονδυλάκη για τα βρέφη.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ
– Πρώτη διαφορά: η μητέρα του Γιωργή αναλαμβάνει να φροντίσει και να αναθρέψει η ίδια το βρέφος που βρίσκει, ενώ στο απόσπασμα του Κονδυλάκη ο λούστρος παραδίδει το βρέφος σε άλλους αλλά αναλαμβάνει ο ίδιος την οικονομική στήριξη της ανατροφής του.
– Δεύτερη διαφορά είναι ότι η μητέρα του Γιωργή χαίρεται για την «ατυχή σύμπτωση» της ορφάνιας της Κατερινιώς, αφού έτσι μπορεί να το πάρει χωρίς να βιώσει ξανά το τελετουργικό της υιοθεσίας. Αντίθετα ο μικρός λούστρος προβληματίζεται με το αναπάντεχο «δώρο» που βρέθηκε τη νύχτα στην κάσσα που κοιμόταν, και νιώθει έντονα το οικονομικό βάρος που πρέπει να επωμιστεί για την ανατροφή του κοριτσιού.
– Τρίτη διαφορά είναι ότι το Κατερινιώ χάνει και τους δύο γονείς του (κοιλιάρφανο, απέθανε και μάνα του) ενώ στο απόσπασμα του Κονδυλάκη το βρέφος εγκαταλείπεται από τους γονείς του.

Επιμέλεια Απαντήσεων: Τσιμπούκα Μαρία

Κοπανάκη Ελευθερία

 

O ιστότοπός μας χρησιμοποιεί cookies για την βέλτιστη εμπειρία σας.